Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

document bill


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο document παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: bill
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
document n ([sth] on paper)έγγραφο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, μτφ)χαρτί ουσ ουδ
 The secretary put the document back in the filing cabinet.
 Η γραμματέας ξαναέβαλε το έγγραφο στο ερμάριο αρχειοθέτησης.
document n (computer file) (κειμένου)έγγραφο ουσ ουδ
  αρχείο ουσ ουδ
 Helen opened a new document and began to type.
 Η Έλεν άνοιξε ένα καινούριο αρχείο και ξεκίνησε να πληκτρολογεί.
documents npl (official papers)χαρτιά ουσ ουδ πλ
 Please have your documents ready at border control.
document [sth] vtr (record)καταγράφω ρ μ
 The journalist documented events in the war zone.
 Ο δημοσιογράφος κατέγραψε γεγονότα στην εμπόλεμη ζώνη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
document [sth] vtr (claim: support with evidence)τεκμηριώνω ρ μ
 It isn't enough to say a car hit your house; we need you to document your claim before we can authorize an insurance payout.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
attached document n ([sth] appended to letter or e-mail)συνημμένο έγγραφο επίθ + ουσ ουδ
  συνημμένο επίθ ως ουσ
 Please read and sign the attached document.
draft document n (preliminary version) (εγγράφου)προσχέδιο ουσ ουδ
 This is just a draft document; I'll send you the final version next week.
draw up a formal document v expr (write official paper)συντάσσω επίσημο έγγραφο έκφρ
 The lawyers are drawing up a formal document detailing my divorce settlement.
 Οι δικηγόροι συντάσσουν ένα επίσημο έγγραφο, το οποίο περιγράφει τον διακανονισμό του διαζυγίου μου.
legal document n (document about a matter of law)νομικό έγγραφο επίθ + ουσ
legal document n (document granting a legal right)έγγραφο δικαιωμάτων φρ ως ουσ ουδ
original document n (master copy of [sth] written or printed) (γραπτό κείμενο)πρωτότυπο επίθ ως ουσ ουδ
  πρωτότυπο έγγραφο επίθ + ουσ ουδ
tax document n (return, paper submitted for tax purposes)φορολογικό έντυπο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση document bill στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «document bill».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!